Η χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι (ΑΠ 1122/2005). Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Και τούτο διότι από τη γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την τελολογική ερμηνεία τους, την τραπεζική πρακτική και την ταχύτητα των συναλλαγών, δεν απαιτείται κοινή εμφάνιση και δήλωση των καταθετών και δικαιούχων, δηλαδή σύμπραξή τους ενώπιον της τράπεζας. Εξάλλου, χαρακτηριστική είναι η·. αναφορά του όρου “δικαιούχοι” και όχι “καταθέτες” στην διατύπωση των παραπάνω διατάξεων.
Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από το δότη της υπόσχεσης (τράπεζα) για τον εαυτό του. Δημιουργείται, δηλαδή, ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από την διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α` του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 877/2008, ΑΠ 1031/2003, ΑΠ 855/2002, ΑΠ 1563/2000). Εκείνος, όμως, από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ` επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε. Είναι δε αδιάφορο αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους (ΑΠ 1128/2017, ΑΠ 529/2015).
Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί τον λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σε αυτόν. Κατ’ αντιδιαστολή, η εσωτερική σχέση είναι χαριστική όταν μεταξύ τους οι ουνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής (ΑΠ 539/1992). Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρο ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων (ΑΠ 540/1998). Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση, ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση, που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιοϋχων. Στις περιπτώσεις αυτές ο·. συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη. (ΑΠ 1001/2012).
Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 Ν. 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. δ` στοιχ. α` ΝΔ 118/1973, ορίζεται, αντίστοιχος, ότι “επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθή προσθέτως ο όρος, ότι, άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας, μέχρι του τελευταίου τούτων”. Και ότι “διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως, είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου, δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ της διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων … ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως”. Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσότερων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση, και των περισσότερων καταθετών, συνδυαζόμενες και με τις προαναφερόμενες, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, δε χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι, διαφορετικά, θα επερχόταν μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχό τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν, όμως, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 Ν. 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως (“ιδίω ονόματι” και “εξ ίδιου δικαίου”) η κατάθεση και ο απ’ αυτήν λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια (ΑΠ 1128/2017, ΑΠ 1782/2007, ΑΠ 863/2020). Και στην περίπτωση αυτή, όμως, δηλαδή αν στο λογαριασμό έχει τεθεί ως αίρεση ο ως άνω πρόσθετος όρος, ο μη αναλαβών συνδικαιούχος αποκτά απαίτηση έναντι του αναλαβόντος για την καταβολή του ποσού της κατάθεσης που προκύπτει από την μεταξύ τους σχέση, αφού, όταν η ανάληψη γίνεται πριν την πλήρωση της αίρεσης, το ποσό της κατάθεσης εξακολουθεί να ανήκει σε όλους τους συνδικαιούχους, κατά την μεταξύ τους εσωτερική σχέση (ΑΠ 1550/2007). Ωστόσο, για να εξισορροπηθούν οι ανωτέρω εξαιρετικά ευνοϊκές διατάξεις υπέρ των καταθετών κοινού λογαριασμού και αντιστοίχως οι αυστηρές ρυθμίσεις του σε βάρος των αναγκαίων κληρονόμων, για τους οποίους οι σχετικές διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου (αρθρ. 1825 επ. του Α.Κ.), εισήχθη με τον Αστικό Κώδικα η διάταξη του άρθρου 117 του ΕισΝΑΚ, κατά την οποία, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό του ν. 5638/1932 συντελέσθηκε δωρεά, αυτή κρίνεται σε σχέση με το δίκαιο της “νόμιμης μοίρας” ως δωρεά, προκειμένου για καταθέτη που απεβίωσε μετά την εισαγωγή του ΑΚ. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, για να εξευρεθεί κατά ποιο τρόπο θα προστατευθούν έναντι της καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό οι νόμιμοι μεριδούχοι του αποβιώσαντος συγκαταθέτου, είναι απαραίτητο να προσδιορισθεί η νομική φύση της πραγματοποιουμένης, με την κοινή χρηματική κατάθεση, επιδόσεως υπέρ του συγκαταθέτου της. Έτσι, όταν κατατίθεται χρηματικό ποσό από χαριστική αιτία σε κοινό λογαριασμό προκειμένου να επωφεληθεί ο συγκαταθέτης του ενεργητικού υπολοίπου της καταθέσεως ακόμη και όταν προϋπόθεση της περιελεύσεως της ωφελείας είναι ο θάνατος του παρέχοντος και η επιβίωση του λήπτη, θα μπορεί να γίνει λόγος για κληροδοσία (αρθρ. 1714 Α.Κ.), μόνον εφόσον θα έχει συνταχθεί νομοτύπως διαθήκη του παρέχοντος. Διαφορετικά, όπως συμβαίνει συνήθως, θα πρόκειται περί δωρεάς. Η εν λόγω δωρεά θα είναι αιτία θανάτου, αν η συμφωνία των ενδιαφερομένων συγκαταθετών, δηλαδή η εσωτερική τους σχέση, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 2032 ΑΚ5 άλλως θα είναι δωρεά εν ζωή. Για να ισχύσει όμως η υπέρ του συγκαταθέτου χαριστική επίδοση ως δωρεά (εν ζωή ή αιτία θανάτου) χρειάζεται και η συνδρομή των λοιπών ουσιαστικών προϋποθέσεων του κύρους των εν λόγω δικαιοπραξιών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 496 επ. και 2032 ΑΚ και συγκεκριμένα συμφωνία των συγκαταθετών και συμβολαιογραφικό έγγραφο, την έλλειψη του οποίου αναπληρώνει και στις δύο περιπτώσεις η κατάθεση των χρημάτων στον κοινό λογαριασμό, από όπου τα αποσύρει μετά ο δωρεοδόχος-συγκαταθέτης. Η διάταξη του αρθρ. 117 ΕισΝΑΚ, αποσκοπώντας στην προστασία των νομίμων μεριδούχων, χρησιμοποιεί τον όρο δωρεά με την έννοια όχι μόνο της δωρεάς εν ζωή (αρθρ. 495 επ. Α.Κ.) αλλά και της δωρεάς αιτία θανάτου (αρθρ. 2032 Α.Κ.). Και τούτο διότι ο νομοθέτης με την ανωτέρω διάταξη θέλησε να προασπίσει τα συμφέροντα των νομίμων μεριδούχων του αποβιώσαντος ουνδικαιούχου κοινού λογαριασμού έναντι των λαβόντων δυνάμει δωρεάς, είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου, χωρίς καμιά διάκριση μεταξύ τους. Η διαφορά της δωρεάς εν ζωή από αυτήν αιτία θανάτου έγκειται στο ότι στη μεν πρώτη ο δωρεοδόχος αποκτά αμέσως δικαίωμα στο πράγμα που δωρίζεται, ενώ στη δεύτερη δωρεοδόχος, θα απολαύσει ό,τι του δωρήθηκε, μετά το θάνατο του δωρητού κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της δωρεάς, εκ του οποίου θα κριθεί η έννομη προστασία της νόμιμης μοίρας, αποτελεί η συμπεριφορά του συνδικαιούχου δωρεοδόχου κατά την λειτουργία του κοινού λογαριασμού, εν ζωή του δωρητή. Δηλαδή, αν, ζώντος του τελευταίου, ο δωρεοδόχος-συνδικαιούχος προέβαινε σε αναλήψεις χρηματικών ποσών, θα πρέπει να θεωρηθεί ως δωρεά εν ζωή και κατά συνέπεια, ο νόμιμος μεριδούχος, μετά τον θάνατο του δωρητού-συνδικαιούχου θα προστατευθεί με βάση τα άρθρα 1831 και 1835 του ΑΚ Αν όμως, όσο ζούσε ο δωρητής- συνδικαιούχος, ο δωρεοδόχος δεν προέβη σε ανάληψη, τότε θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υποκρύπτεται ο όρος της προαποβιώοεως του πρώτου και επομένως πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου. Στην περίπτωση αυτή και πάλι η δωρεά θα συμπεριληφθεί στην κληρονομιά του αποθανόντος συνδικαιούχου για τον υπολογισμό της νομίμου μοίρας του μεριδούχου ως κληροδοσία (άρθρο 2035 Α.Κ.) και χωρίς να εξετάζεται αν έγινε κατά την τελευταία προ του θανάτου του κληρονομουμένου συνδικαιούχου δεκαετία ή την επέβαλαν ιδιαίτερο ηθικό καθήκον η λόγοι ευπρεπείας (ΑΠ 1081/2017). Πηγή: 209/2025 ΕφΑθ