Ο Νόμος 4967/2022 επέφερε σημαντικές αλλαγές στο δίκαιο της πώλησης στην Ελλάδα, αφού πέρασαν είκοσι χρόνια από την προηγούμενη σημαντική μεταρρύθμιση (Νόμος 3034/2002). Ο σκοπός αυτής της αναμόρφωσης ήταν ο εκσυγχρονισμός του αστικού κώδικα και η προσαρμογή του στην σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα.
Ο νέος νόμος (4967/2022) ενσωμάτωσε στο εθνικό δίκαιο τις οδηγίες 2019/770 και 2019/77 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια από τις σημαντικές αλλαγές που εισήγαγε είναι μια ειδική πρόβλεψη για την πώληση ψηφιακών αντικειμένων, προσαρμόζοντας το δίκαιο στην ψηφιακή εποχή.
Επίσης, ο νόμος εκσυγχρόνισε τις προβλέψεις που σχετίζονται με την ευθύνη του πωλητή. Αυτό σημαίνει ότι προστατεύονται καλύτερα τα δικαιώματα των αγοραστών και διευκολύνεται η εξυπηρέτηση των καταναλωτών σε περίπτωση προβλημάτων με τα προϊόντα που αγοράζουν.
ΜΗ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ
Διαχρονικά σημαντικό νομικό κεφάλαιο του δικαίου της πώλησης αποτέλεσε η ευθύνη του πωλητή για το «ελαττωματικό» αντικείμενο («πραγματικό ελάττωμα»), καθώς και οι συνέπειες από την ύπαρξη τέτοιου ελαττώματος στην συμβατική σχέση. Το νέο δίκαιο της πώλησης πλέον αναφέρεται σε «ανταπόκριση του πράγματος στη σύμβαση» αντικαθιστώντας την έννοια «πραγματικό ελάττωμα» για να περιγράψει την υποχρέωση του πωλητή να παραδώσει στον αγοραστή αντικείμενο που θα ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο και τον σκοπό της σύμβασης. Βάσει της Εισηγητικής Έκθεσης του νόμου, το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στην σύμβαση όταν έχει πραγματικά ελαττώματα, όταν έχει εγκατασταθεί πλημμελώς, όταν, επί κινητού πράγματος, περιορίζεται η χρήση του λόγω δικαιώματος τρίτου, όταν, επί πράγματος με ψηφιακά στοιχεία δεν παρέχονται οι προβλεπόμενες ενημερώσεις, καθώς και όταν λείπουν οι συνομολογημένες ιδιότητες.
Με την πρόβλεψη των νέων άρθρων 535Α και 535Β του Αστικού Κώδικα προβλέπονται οι υποκειμενικές και αντικειμενικές απαιτήσεις ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση, οι οποίες προσδιορίζουν την έννοια της ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση και οι οποίες, βέβαια, ούτως ή άλλως λαμβάνονταν ήδη υπόψη και στο προγενέστερο δίκαιο.
Ο νομοθέτης ακόμα εισήγαγε μία νέα έννοια στον Αστικό μας Κώδικα και ειδικότερα την πώληση πράγματος με ψηφιακά στοιχεία, στην οποία και εφαρμόζονται ευθέως οι διατάξεις για την πώληση. Ο ορισμός του πράγματος με ψηφιακά στοιχεία δίνεται στο νέο άρθρο 513Α ΑΚ σύμφωνα με οποίο: «Πράγμα με ψηφιακά στοιχεία είναι κάθε κινητό πράγμα που ενσωματώνει ή διασυνδέεται με ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η απουσία του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας να εμποδίζει την εκτέλεση των λειτουργιών του. Ως ψηφιακό περιεχόμενο νοούνται τα δεδομένα που παράγονται και παρέχονται σε ψηφιακή μορφή. Ως ψηφιακή υπηρεσία νοείται η υπηρεσία που παρέχει στον χρήστη τη δυνατότητα να δημιουργεί, επεξεργάζεται, αποθηκεύει, διαμοιράζει, αποκτά πρόσβαση ή να αλληλεπιδρά σε δεδομένα σε ψηφιακή μορφή. Σύμβαση πώλησης με αντικείμενο πράγμα με ψηφιακά στοιχεία περιλαμβάνει, σε περίπτωση αμφιβολίας, και την παροχή ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακής υπηρεσίας».
Είναι ένας νεοτερισμός του νομοθέτη, ο οποίος έχει ως στόχο τον εκσυγχρονισμό του Αστικού μας Κώδικα και την προσαρμογή του στην οικονομία του νέου ψηφιακού κόσμου και των απαιτήσεών του, ώστε να παρέχεται ολοκληρωμένη προστασία στο δίκαιο της πώλησης. Κατωτέρω παρατίθενται κατηγορίες πραγμάτων με ψηφιακά στοιχεία, ώστε να γίνει ευκολότερα αντιληπτό το πεδίο εφαρμογής της πώλησης πράγματος με ψηφιακά στοιχεία: έξυπνο ρολόι (smartwatch), έξυπνο κινητό τηλέφωνο (smartphone) με ενσωματωμένο λειτουργικό σύστημα (λ.χ. iOS, Android), ηλεκτρονικός υπολογιστής με ενσωματωμένο λειτουργικό σύστημα (λ.χ. Windows, Linux), αυτοκίνητο με ενσωματωμένο σύστημα πλοήγησης (GPS), έξυπνη τηλεόραση με εγκατεστημένες εφαρμογές (λ.χ. Netflix) και αυτοκίνητο με ενσωματωμένο σύστημα αυτόματης πλοήγησης (cruise control).
Τούτες, δε, οι λειτουργίες δεν είναι απαραίτητο να είναι κύριες, θα πρέπει, πάντως, να πρόκειται για λειτουργίες του πράγματος, στις οποίες απέβλεπαν σε αυτές τα συμβαλλόμενα μέρη.
Το νέο άρθρο 536ΑΚ καθιερώνει την ευθύνη του πωλητή σε περίπτωση πλημμελούς εγκατάστασης. Αν και η ευθύνη αυτή προϋπήρχε και προβλέπονταν ήδη με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αντικαταστάθηκαν (παλαιό άρθρο 536ΑΚ), οι σχετικές νομοθετικές αλλαγές εντοπίζονται στην αναβάθμιση, υπέρ του αγοραστή, της ευθύνη του πωλητή, στην περίπτωση που η πλημμελής εγκατάσταση έγινε πλημμελώς από τον αγοραστή λόγω ατελών οδηγιών εγκατάστασης που έδωσε όχι μόνο ο πωλητής αλλά και ο πάροχος των ψηφιακών στοιχείων στην περίπτωση πώλησης πράγματος με ψηφιακά στοιχεία.
Περαιτέρω με το νέο άρθρο 537ΑΚ εισάγεται ένα είδος ελαττώματος, τόσο πραγματικού, όσο και νομικού ταυτόχρονα. Αναλυτικότερα, το άρθρο 537ΑΚ προσθέτει στον «κατάλογο» των πραγμάτων που δεν ανταποκρίνονται στη σύμβαση και την περίπτωση, όπου εξαιτίας προσβολής δικαιώματος τρίτου (λ.χ. δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας και ειδικότερα το σύνολο των δικαιωμάτων επί άυλων αγαθών, είτε αφορούν στη βιομηχανική είτε στην πνευματική ιδιοκτησία) η χρήση του κινητού πράγματος (και όχι και ακινήτου) περιορίζεται ολικώς ή μερικώς. Για παράδειγμα, εφόσον ο αγοραστής (και κατ’ ακριβολογία ο λήπτης στη σύμβαση παροχής ψηφιακού περιεχομένου) εγκαταστήσει εφαρμογή, προκειμένου να ακούει διαδικτυακά μουσική ή να παρακολουθεί σειρές/ταινίες από πολλές και διαφορετικές συσκευές, ο πωλητής θα ευθύνεται δυνάμει της ως άνω διάταξης στην περίπτωση που η συμφωνία χρήσης τελικού χρήστη περιορίζει την ακρόαση ή την παρακολούθηση σε μία και μόνο συσκευή. Ως εκ τούτου, ο αγοραστής θα μπορεί να στραφεί κατά του εμπόρου λόγω μη ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση. Αποτελεί, βέβαια, γεγονός ότι τούτη η πρόβλεψη μπορούσε ούτως ή άλλως να καλυφθεί από την πρόβλεψη του άρθρου 514ΑΚ περί ύπαρξης νομικού ελαττώματος, εάν και το άρθρο 537ΑΚ δεν αναφέρεται γενικά σε κάθε δικαίωμα τρίτου, ως προβλέπεται στο άρθρο 514ΑΚ, αλλά μόνον σε εκείνα τα δικαιώματα τρίτου των οποίων η προσβολή οδηγεί σε περιορισμό της χρήσης του πράγματος.
Τέλος με το νέο άρθρο 538ΑΚ, η ανταπόκριση του πράγματος της σύμβασης, ως έννοια, περιλαμβάνει υποχρεωτικά και τις απαραίτητες ενημερώσεις του πράγματος με ψηφιακά στοιχεία προκειμένου αυτό να παραμένει λειτουργικό στα χέρια του αγοραστή. Με βασικό παράδειγμα έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, είτε οι ενημερώσεις αφορούν ζητήματα ασφαλείας είτε κάθε άλλη ενημέρωση, οφείλεται το λειτουργικό αυτό ή οι ενημερώσεις του να παρέχονται από τον πωλητή προκειμένου να λειτουργήσει το προς πώληση προϊόν.
ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
Κατά το νέο άρθρο 539ΑΚ: «Ο πωλητής ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του αν το πράγμα, κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση, εκτός αν ο αγοραστής κατά τη σύναψη της σύμβασης γνώριζε τη μη ανταπόκριση ή αυτή οφείλεται σε υλικά που χορήγησε ο αγοραστής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση πράγματος με ψηφιακά στοιχεία, αν το πράγμα, κατά τον χρόνο παροχής των ψηφιακών στοιχείων, δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση. Αν η σύμβαση είναι εκτελεστέα με διαρκή παροχή των ψηφιακών στοιχείων, ο πωλητής ευθύνεται για την έλλειψη ανταπόκρισης των ψηφιακών στοιχείων καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της υποχρέωσης παροχής τους». Καθιερώθηκε, λοιπόν, η ευθύνη του πωλητή ανεξαρτήτως υπαιτιότητάς του (αντικειμενική ευθύνη), η οποία στην ουσία διευκολύνει αποδεικτικά τον αγοραστή, ώστε να ασκήσει τα δικαιώματά του, καθώς δεν θα πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη πταίσματος από πλευρά του πωλητή. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση πώλησης πράγματος (το οποίο, ούτως ή άλλως, ίσχυε και υπό το παλαιότερο δίκαιο), όσο και στην περίπτωση πώλησης πράγματος με ψηφιακά στοιχεία. Κρίσιμος χρόνος διαπίστωσης της μη ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση είναι ο χρόνος παράδοσης του πράγματος, καθώς τότε ο αγοραστής θα μπορεί να εξετάσει το πράγμα και θα είναι σε θέση να διαπιστώσει τυχόν ελάττωμα. Στην περίπτωση, όμως, πώλησης πράγματος με ψηφιακά στοιχεία κρίσιμος χρόνος για τη γένεση της ευθύνης του πωλητή είναι ο χρόνος παροχής των ψηφιακών στοιχείων. Kαι αυτό γιατί το υλικό στοιχείο (λ.χ. hardware), όσο και το άυλο ψηφιακό στοιχείο (software) συνιστούν μία λειτουργική οντότητα. Ως εκ τούτου από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά, ο αγοραστής θα μπορεί να διαπιστώσει την έλλειψη ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση. Σε περίπτωση, μάλιστα, που η σύμβαση είναι εκτελεστέα με διαρκή παροχή των ψηφιακών στοιχείων, τότε ο πωλητής θα ευθύνεται για την έλλειψη ανταπόκρισης των ψηφιακών στοιχείων σε όλο το χρονικό διάστημα της υποχρέωσης παροχής τους.
Το νέο άρθρο 541ΑΚ, ως προς το βάρος απόδειξης, αναφέρει τα εξής: «Η έλλειψη ανταπόκρισης που εμφανίζεται μέσα σε ένα (1) έτος από την παράδοση του πράγματος τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά την παράδοση, εκτός αν αυτό δεν συμβιβάζεται με τη φύση του πράγματος ή με τη φύση της έλλειψης. Αν η σύμβαση είναι εκτελεστέα με διαρκή παροχή των ψηφιακών στοιχείων, η έλλειψη ανταπόκρισης που συνδέεται με τα ψηφιακά στοιχεία και διαπιστώνεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης τεκμαίρεται ότι υπήρχε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε»
Συνεπώς με το νεότερο άρθρο προκύπτει ότι επήλθαν δύο κομβικές τροποποιήσεις ως προς το βάρος απόδειξης και την κατανομή αυτού στα μέρη (αντίστοιχο άρθρο 537 παρ. 2 ΑΚ προϋφιστάμενων ρυθμίσεων) διευρύνοντας την προστασία που παρέχεται προς τον αγοραστή. Ειδικότερα,
1. Αύξησε τον χρόνο «έλλειψης ανταπόκρισης» από 6 μήνες σε 1 έτος, με αποτέλεσμα να επεκταθεί ο χρόνος προστασίας του αγοραστή, καθώς, εφόσον η έλλειψη ανταπόκρισης εμφανιστεί μέσα σε 1 έτος από την παράδοση του πράγματος, τότε τεκμαίρεται ότι η έλλειψη ανταπόκρισης υπήρχε ήδη κατά την παράδοση του πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή.
2. Στις περιπτώσεις συμβάσεως πώλησης με διαρκή παροχή ψηφιακών στοιχείων, εφόσον η έλλειψη ανταπόκρισης που συνδέεται με τα ψηφιακά στοιχεία, διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια της σύμβασης, τότε τεκμαίρεται ότι προϋπήρχε.
ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΗ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ
Όταν διαπιστώνεται ότι το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση, τα δικαιώματα του αγοραστή έναντι του πωλητή για έλλειψη ανταπόκρισης προσδιορίζονται στο νέο άρθρο 542ΑΚ. Σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο, ο αγοραστής μπορεί να:
1. αιτηθεί την αποκατάσταση (διόρθωση ή αντικατάσταση) της ανταπόκρισης του πράγματος,
2. αιτηθεί την μείωση του τιμήματος,
3. υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και
4. αιτηθεί την καταβολή αποζημίωσης.
Η παλιά διάταξη του άρθρου 542ΑΚ προέβλεπε ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την υπαναχώρηση από τη σύμβαση, μπορούσε να αποφασίσει την μείωση του τιμήματος ή να διατάξει αντικατάσταση του πράγματος. Μάλιστα, η διάταξη αυτή κρίθηκε ότι συνιστούσε κανόνα αναγκαστικού δικαίου (84/2020 ΤΝΠ Νόμος), καθώς αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής της καλής πίστης. Εντούτοις, η ως άνω πρόβλεψη δεν εμπεριέχεται στο νέο δίκαιο της πώλησης. Η κατάργηση της ως άνω δυνατότητας φαίνεται να αποστερεί από τον δικαστή την ευελιξία να αποφασίσει υπέρ της μείωσης του τιμήματος αντί της υπαναχώρησης, γεγονός που καθιστά εκ των πραγμάτων σε δυσμενέστερη θέση τον αγοραστή, αφού ο Δικαστής σε περίπτωση που κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υπαναχώρησης, θα απορρίπτει την αγωγή. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να υποστηριχθεί ότι και με το νέο δίκαιο ο Δικαστής θα έχει τούτη την δυνατότητα, καθώς η δυνατότητα αυτή απορρέει – ούτως ή άλλως – από την καλή πίστη (288ΑΚ).
H νέα ιδιαιτερότητα της ως άνω ρύθμισης είναι ότι ο αγοραστής δεν έχει το δικαίωμα επιλογής οποιουδήποτε εκ των ως άνω δικαιωμάτων, ως ίσχυε κατά το προϊσχύσαν δίκαιο υπό τις ειδικότερα αναφερόμενες προϋποθέσεις. Προκύπτει, σύμφωνα με το άρθρο 545ΑΚ, ότι πλέον προηγείται πάντοτε ο κανόνας της διατήρησης της σύμβασης και ως εκ τούτου ο αγοραστής θα πρέπει, πρωτίστως, να αιτηθεί την αποκατάσταση της ανταπόκρισης του πράγματος, δηλαδή να ζητήσει είτε τη διόρθωση είτε την αντικατάσταση του πράγματος. Μόνο εάν ο πωλητής αρνείται να πραγματοποιήσει την αποκατάσταση ή εφόσον η αποκατάσταση αποτύχει, τότε ο αγοραστής μπορεί να ζητήσει την μείωση του τιμήματος ή σε περίπτωση ουσιώδους έλλειψης ανταπόκρισης, να υπαναχωρήσει από την σύμβαση πώλησης.
Ακόμα το νέο άρθρο 547ΑΚ προβλέφθηκε νομοθετικά η δυνατότητα σώρευσης αποζημίωσης με τα δικαιώματα του αγοραστή για την κάλυψη τυχόν επιπρόσθετης ζημίας στην περίπτωση που η μη ανταπόκριση οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή ή σε περίπτωση που απουσιάζει η συνομολογημένη ιδιότητα ανεξαρτήτως υπαιτιότητας, διότι ο πωλητής ανέλαβε την υποχρέωση για την ύπαρξη συγκεκριμένης ιδιότητας. Τούτο, βέβαια, γινόταν ούτως ή άλλως δεκτό και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο.
Τέλος, στο νέο άρθρο 551ΑΚ προβλέφθηκε απλουστευμένα σε σχέση με το παλαιό άρθρο 551ΑΚ ότι «Αν από περισσότερα πράγματα που πωλήθηκαν μερικά μόνο δεν ανταποκρίνονται στη σύμβαση, το δικαίωμα αντικατάστασης ή υπαναχώρησης περιορίζεται σε αυτά, εκτός εάν δεν είναι εύλογο να αναμένεται από τον αγοραστή να δεχθεί να κρατήσει μόνο τα πράγματα που ανταποκρίνονται στη σύμβαση». Από την νέα αυτή διάταξη αφαιρέθηκε η φράση «χωρίς να ζημιωθεί ο ένας από τους συμβαλλόμενους» παρέχοντας στην ουσία στον αγοραστή καλύτερη προστασία, δεδομένου ότι το δικαίωμα του αγοραστή δεν μπορεί να αναχαιτιστεί από την σχετική βούληση του πωλητή.
Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ
Στο νέο άρθρο 554ΑΚ προβλέφθηκε, ως προβλεπόταν και στο παλαιό άρθρο 554ΑΚ, ότι τα δικαιώματα του αγοραστή λόγω μη ανταπόκρισης στη σύμβαση παραγράφονται μετά την πάροδο πέντε (5) ετών για τα ακίνητα και δύο (2) ετών για τα κινητά. Στην παρ. 2 του νέου άρθρου 554 ΑΚ, όμως, λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ιδιαιτερότητες της πώλησης των πραγμάτων με ψηφιακά στοιχεία, δεδομένου ότι στην περίπτωση σύμβασης εκτελεστέας με διαρκή παροχή ψηφιακών στοιχείων, τα δικαιώματα του αγοραστή που απορρέουν αποκλειστικά από τη μη ανταπόκριση του ψηφιακού στοιχείου παραγράφονται μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από τη λήξη της συμβατικής διάρκειας, ενώ τα δικαιώματα του αγοραστή που απορρέουν αποκλειστικά από την αθέτηση της υποχρέωσης ενημέρωσης, παραγράφονται μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από τη λήξη του χρόνου κατά τον οποίο οφείλεται η ενημέρωση.
Κρίσιμο είναι ωστόσο ότι το νέο άρθρο 555ΑΚ, προβλέπει ότι η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο δύο (2) μηνών από τον χρόνο που διαπιστώθηκε η έλλειψη ανταπόκρισης. Η ρύθμιση αυτή, μάλλον διευρύνει την προστασία του αγοραστή, εντούτοις δημιουργεί αβεβαιότητα στην πλευρά του πωλητή ως προς τα εκάστοτε χρονικά όρια της ευθύνης του, καθώς δεν μπορεί να εξακριβωθεί εύκολα ο χρόνος διαπίστωσης εκ μέρους του αγοραστή της έλλειψης ανταπόκρισης.
Όπως προκύπτει από όλα τα ανωτέρω, αν και νέο, το νέο δίκαιο της πώλησης δεν έχει θεμελιώδεις αλλαγές σε σχέση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώτος. Τα «πράγματα με ψηφιακά στοιχεία», όσο και η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία, αποτέλεσαν το κυριότερο έναυσμα για την νομοθετική μεταβολή η οποία μάλιστα δεν αφορά μόνον καταναλωτικές συμβάσεις αλλά εφαρμόζεται οριζόντια επί όλων των ειδών συμβάσεων πώλησης ακόμη και μεταξύ προσώπων που δεν φέρουν την ιδιότητα του καταναλωτή ή του προμηθευτή. Πρόκειται, λοιπόν, για ρυθμίσεις, οι οποίες είχαν ως στόχο τον εκσυγχρονισμό του Αστικού μας Κώδικα στην σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα και οι οποίες, όμως, δεν διαφοροποίησαν συστηματικά την ουσία των νομοθετικών προβλέψεων.
ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΝ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ