Κατά το άρθρο 126 παρ.1 εδ. δ` Κ.Πολ.Δ., η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο, ενώ στη διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα των νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6/10.7.1944) ορίζεται ότι μόνο οι κοινοποιήσεις προς τον Υπουργό Οικονομικών οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νόμιμες συνέπειες και ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς από άλλον, εκτός του Υπουργού των Οικονομικών, είτε από τους διευθυντές των ταμείων ή Οικονομικούς εφόρους ή τελώνες ή άλλο οποιοδήποτε κρατικό όργανο, οπότε η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών απαιτείται προσθέτως, με συνέπεια, στην περίπτωση παράλειψής της, την ακυρότητα, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4389/2016 ορίζεται : “1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η “Αρχή”), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της”… “4. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής καταργείται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών […]”, στο άρθρο 2 ορίζεται ότι “1. Η Αρχή ασκεί όλες τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, που προβλέπονται, κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της, στις διατάξεις της υποπαραγράφου Ε2 της παραγράφου Ε` του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α` 222), σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της κείμενης νομοθεσίας […] καθώς και τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με τον παρόντα νόμο και με οποιαδήποτε άλλη γενική ή ειδική διάταξη. 2. […]”, στο άρθρο 17 ότι “1. Η Αρχή συγκροτείται από όλες τις οργανικές μονάδες που υπάγονται, κατά την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας της, στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 111/2014 (Α` 178, διορθ. σφαλμ. Α` 25/24-2-2015) “Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών” […]. 2. […]”, στο άρθρο 36 ότι “1. Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α’, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97) και 85 παρ. 1. εδάφιο πρώτο του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90). Η προβλεπόμενη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ. 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ”, […]”, στο άρθρο 41 ότι “1. […] 2. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής: α) Οι οργανικές μονάδες Κεντρικές, Ειδικές Αποκεντρωμένες και Περιφερειακές, που υπάγονται στη Γ.Γ.Δ.Ε., όπως καθορίζονται στις διατάξεις του π.δ. 111/2014 (Α` 178 και 25) και τα συλλογικά όργανα της Γ.Γ.Δ.Ε. μεταφέρονται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και αποτελούν στο σύνολό τους υπηρεσίες και συλλογικά όργανα της Αρχής. […]”, στο δε άρθρο 43 ότι “Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου [άρθρα 1-43] ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2017, εκτός και αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του”. Έτσι, η Δ.Ο.Υ. ως περιφερειακή υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Γ.Γ.Δ.Ε. (άρθρα 2 παρ. 2 περ. γ υποπερ. ιι, 69 παρ. 2 περ. Γ, 80 π.δ. 111/2014, Α’ 178) αποτελεί ήδη περιφερειακή υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. και το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, που παρατίθενται παραπάνω, από τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΣτΕ 1215/2017). Εξάλλου, η αγωγή με την οποία διώκεται η ακύρωση, λόγω πλάνης, της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας, η οποία επήλθε στο πρόσωπό του κληρονόμου, με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αποποίησης, και η αναγνώριση της εγκυρότητας της γενομένης, εκ των υστέρων, δήλωσης αποποίησης της κληρονομίας, (στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1711, 1846 1847, 1848, 1849, 1850, 1851, 1856, 1857 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ), αφορά σε έννομες σχέσεις που στηρίζονται στις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου με έμμεσες συνέπειες που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της ΑΑΔΕ. Τούτο δε, διότι, η τυχόν ευδοκίμηση σχετικής αγωγής θα έχει ως συνέπεια, την απάλειψη της ιδιότητας του οφειλέτη του δημοσίου από το πρόσωπο του ενάγοντα, η τυχόν δε απόρριψη αυτής την επιδίωξη από το Δημόσιο της είσπραξης της απαίτησής του εις βάρος του ενάγοντα οφειλέτη στην οποία θα προβεί αρμοδίως η ΑΑΔΕ.
Συνεπώς, στη περίπτωση της αγωγής περί αναγνώρισης ακυρότητας πλασματικής αποδοχής κληρονομίας και της αναγνώρισης της εγκυρότητας της γενομένης εκ των υστέρων δήλωσης αποποίησης κληρονομίας σύμφωνα με όσα παραπάνω αναφέρονται, λόγω του ως άνω χαρακτήρα του αντικειμένου της, υπάρχει η δυνατότητα διαζευκτικής εκπροσώπησης του Ελληνικού Δημοσίου και αντιστοίχως επίδοσης του δικογράφου της αγωγής είτε στον Υπουργό των Οικονομικών, είτε στον Διοικητή της ΑΑΔΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις που έχουν προεκτεθεί
This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.