Με τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ θεσμοθετείται ένα ιδιότυπο μέσο εκτέλεσης και εξαναγκασμού του οφειλέτη για εκπλήρωση υποχρέωσής του προς επιχείρηση νομικής πράξης, η οποία και θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι έγινε από την τελεσιδικία της απόφασης που καταδικάζει τον οφειλέτη σε σχετική δήλωση βούλησης. Η αξίωση προς δήλωση βούλησης μπορεί να ορισθεί ως το δικαίωμα ορισμένου προσώπου να απαιτήσει από κάποιον άλλον την εκπλήρωση ορισμένης παροχής που συνίσταται σε δήλωση βούλησης, η έννοια της οποίας δεν προσδιορίζεται από το άρθρο αυτό, αλλά από το ουσιαστικό δίκαιο, αποτελεί δε νομικό γεγονός το οποίο, είτε αυτοτελώς είτε συνδυαζόμενο με άλλα γεγονότα, παράγει έννομες συνέπειες. Επομένως, η αγωγή προς καταδίκη σε δήλωση βούλησης πρέπει να βρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή να στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία δημιουργούν ενοχή. Πράγματι, η υποχρέωση προς δήλωση βούλησης είναι δυνατό να απορρέει είτε απ’ ευθείας από το νόμο (π.χ. άρθρα 338, 424, 734, 758, 788, 789, 790, 896, 1945 Α.Κ.), είτε από τη σύμβαση, την οποία ο νόμος (π.χ. άρθρα 166 και 361 Α.Κ.) εξοπλίζει με δεσμευτικότητα. Η διαφορά μεταξύ των δικαιοπρακτικών αξιώσεων προς δήλωση βούλησης από τις νόμιμες, είναι ότι οι τελευταίες πηγάζουν ευθέως από συγκεκριμένες διατάξεις νόμου, ενώ αντίθετα στις δικαιοπρακτικές, μεταξύ του νόμου και της γέννησης της αξίωσης μεσολαβεί ένα αυτοτελές νομικό γεγονός, που δημιουργεί την υποχρέωση προς δήλωση βούλησης, η δικαιοπραξία, η οποία καθίσταται έτσι άμεση πηγή αξίωσης, ενώ ο νόμος καταλήγει να είναι έμμεσος μόνο λόγος της. Η πρακτική σημασία της διαπίστωσης αυτής είναι ότι, για να γεννηθεί μια δικαιοπρακτική αξίωση προς δήλωση βούλησης, απαιτείται να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις κύρους του άμεσου παραγωγικού λόγου της, δηλαδή της δικαιοπραξίας στην οποία στηρίζεται, ενώ, αντίθετα, για να γεννηθεί μια νόμιμη αξίωση προς δήλωση βούλησης, απαιτείται και αρκεί η πλήρωση της νομοτυπικής μορφής της διάταξης από την οποία απορρέει. Παραγωγικός λόγος αξιώσεων προς δήλωση βούλησης αποτελεί το προσύμφωνο (166 Α.Κ.), ήτοι η προκαταρκτική σύμβαση, με την οποία αναλαμβάνεται η υποχρέωση εκ μέρους είτε ενός μόνον συμβαλλομένου είτε αμφοτέρων των συμβαλλομένων προς σύναψη ορισμένης άλλης (οριστικής – κύριας) δικαιοπραξίας. Πλην του προσυμφώνου, παραγωγικό λόγο αξιώσεων προς δήλωση βούλησης αποτελούν και ορισμένες οριστικές δικαιοπραξίες αποκλειστικά ή προεχόντως περιουσιακού χαρακτήρα, που παράγουν αξιώσεις προς δήλωση βούλησης επίσης περιουσιακές, χαρακτηριστικό δε των νόμιμων αξιώσεων προς δήλωση βούλησης είναι, όπως προεκτέθηκε, ότι απορρέουν αμέσως από συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου και όχι από οποιονδήποτε δικαιοπρακτικό δεσμό μεταξύ των υποκειμένων των ιδρυομένων αξιώσεων. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι, εάν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί εξαναγκασμός κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ, προέχουσα, δηλαδή, προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου αυτού είναι η ύπαρξη ορισμένης αξίωσης προς δήλωση βούλησης, η οποία πρέπει να απορρέει από το ουσιαστικό δίκαιο, καθώς το εν λόγω άρθρο δεν θεμελιώνει, αλλά προϋποθέτει ως δεδομένη την αξίωση προς δήλωση βούλησης από το ουσιαστικό δίκαιο, αυτό δε ρυθμίζει μόνο την πραγμάτωσή της αναγκαστικώς (ΑΠ 1919/2017, ΑΠ 335/2016, ΑΠ 1511/2013, ΑΠ 499/2011, ΕφΔωδ 56/2023, ΕφΠειρ 555/2020, ΕφΔωδ 165/2014, Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.